Saturday, September 4, 2010

WELCOME TO CYPRUS

Μου φαίνεται τόσο περίεργο που βρίσκομαι ξανά μπροστά από τον υπολογιστή μου, στη συνηθισμένη μου θέση και προσπαθώ να γράψω. Ίσως γιατί η έμπνευση μου τους τελευταίους δύο μήνες έχει πάρει την κατιούσα λόγω καλοκαιριού και διακοπών και η μοναδική ενέργεια στην οποία μπορούσα να προβώ ήταν ο προγραμματισμός των καλοκαιρινών μου διακοπών σε μέρη μακρινά και ονειρεμένα, όπως λέει και το γνωστό άσμα.

Η αλήθεια είναι ότι απόλαυσα το ταξίδι μου στην Αμερική τόσο πολύ που μετρούσα το χρόνο αντιστρόφως ανάλογα. Δεν σας κρύβω ότι είχα μια κρυφή και αόριστη ελπίδα ότι ίσως κάτι μαγικό συμβεί και οι συνθήκες της ζωής συνωμοτήσουν με το σύμπαν και ξεχαστώ κάπου μεταξύ της Houston and Eldridge street ή στην Fifth Avenue και  χαθώ στο χάος του ανώνυμου πλήθους.
Πολλές φορές διερωτήθηκα ποιος είναι ο λόγος που νιώθω αυτό το αίσθημα άγριας χαράς και απελευθέρωσης κάθε φορά που ταξιδεύω. Η ψυχοσύνθεση μου θυμίζει έντονα ισοβίτη, ο οποίος μετά από δεκαπέντε χρόνια κάθειρξης καταφέρνει επιτέλους να αποδράσει.

Την αμέσως επόμενη μέρα αποφάσισα να πάω για ψώνια καθώς το ψυγείο μετά από ένα μήνα απουσίας θύμιζε εγκαταλελειμμένη  γη μετά από μαζικό κύμα μετανάστευσης.
Εντελώς άυπνη, μη έχοντας κλείσει βλέφαρο για 28 ώρες, μπαίνω μέσα στην υπεραγορά και προσπαθώ να προσανατολιστώ ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσω για τα τρόφιμα. Φοράω το πιο ευγενικό μου χαμόγελο και ρωτάω μια υπάλληλο που τοποθετούσε κάτι κουτιά στα ράφια:
«Συγγνώμη μήπως μπορείτε να μου πείτε σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκονται τα ζυμαρικά;»
Η υπάλληλος συνέχισε ακάθεκτη και άκρως αφοσιωμένη την εργασία της δίχως να μου ρίξει ούτε μισό βλέμμα στοιχειώδους ενδιαφέροντος.

Υπέθεσα με το φτωχό μου το μυαλό  ότι προφανώς δεν θα άκουσε τι της είχα πει και με στεντόρεια φωνή της λέω ξανά τι θέλω. Επιτέλους γυρίζει προς το μέρος μου αλλά με κοιτάει με ένα τόσο δολοφονικό βλέμμα που συνειρμικά σκέφτηκα ότι αν ζούσαμε στην εποχή της Μέδουσας, θα είχα γίνει ήδη απολίθωμα.
«Εσύ τι θέλει τώρα; Εγώ δουλεύει κι εσύ ενοχλεί εμένα.», μου λέει σε σπασμένα ελληνικά, ρίχνοντας μου ακόμη ένα φαρμακερό βλέμμα.
Για περίπου τρία λεπτά πρέπει να παρέμεινα εκεί στην ίδια θέση, άναυδη, να την κοιτάω σαν χάνος.
Εν πάση περιπτώσει όμως, αποφάσισα να καταπιώ την υποχθόνια απάντηση που σκόπευα να εκστομίσω με μαθηματική ακρίβεια και προτίμησα να της γυρίσω την πλάτη επιδεικτικά και να κατευθυνθώ προς αναζήτηση των ζυμαρικών.
Όταν μετά από μια απίστευτη περιπλάνηση στα ράφια, κατάφερα και βρήκα ό,τι χρειαζόμουν, κατευθύνθηκα ανακουφισμένη στο ταμείο.
Ένας συνοφρυωμένος νεαρός με υποδέχτηκε με κατεβασμένα μούτρα. Άρχισε αμίλητος να χτυπάει συνοφρυωμένος τα ψώνια και να τα ρίχνει με μανία στον πάγκο.

Τη στιγμή που έβαζα επιτέλους τα ψώνια στις σακούλες για να την κάνω ελαφρώς από τον χώρο εκείνο που μου τσίτωσε τα νεύρα στον υπέρτατο βαθμό, βλέπω ένα ανεμοστρόβιλο να έρχεται απειλητικά προς το μέρος μου και να σαρώνει στο πέρασμα του όλα τα ψώνια μου προς τέρψιν του φιλοθεάμοντος κοινού.
Ο σίφουνας ήταν ένα πεντάχρονο διαβολάκι, το οποίο σεργιάνιζε ανενόχλητο αφού η μαμά του τσακωνόταν με τη φίλη της στο τηλέφωνο  για το αν η καινούρια κρέμα ματιών της Crème de la mer ήταν καλύτερη από την καινούρια της La Prairie.
Τόσο απορροφημένη ήταν η κυρία από την τόσο περισπούδαστη φλυαρία της που δεν καταδέχτηκε καν να γυρίσει το κεφάλι της για να δει τα κατορθώματα του κανακάρη της.
Όταν μετά από ώρα και αφού είχα μαζέψει ένα προς ένα τα διασκορπισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ψώνια μου, η κυρία φιλοτιμήθηκε να ρίξει ένα αφ’υψηλού βλέμμα το οποίο συνοδευόταν από το ακόλουθο σχόλιο: «Εγώ σιγά μην τα μάζευα! Θα έφευγα και θα αγόραζα άλλα.»

Ένιωσα το αίμα μου να παίρνει φωτιά από το ξύπνημα των άγριων σκοτεινών μου ενστίκτων που μόνο οι συμπεριφορές ατόμων που ζουν εις βάρος του πλανήτη γη, ξέρουν να προκαλούν.
Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και συνειδητοποίησα πλήρως ότι είχα επιστρέψει πίσω για τα καλά. Τελικά όλα τα ωραία στη ζωή διαρκούν τόσο λίγο. Goodbye New York and Welcome to Cyprus.