Friday, February 3, 2012

Στο ντιβάνι του Σωκράτη


Σήμερα είναι μια από εκείνες τις μέρες που η ψυχοσύνθεση μου υπόκειται σε αλλεπάλληλες κυκλοθυμικές μεταπτώσεις. Μια απλή, συνηθισμένη μέρα όπως και οι υπόλοιπες τριακόσιες που προηγήθηκαν.
«Αν ο,τιδήποτε μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.Υπάρχουν κάποιες μέρες που χωρίς να συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, όλα πάνε στραβά.», μου λέει με μεμψίμοιρο ύφος η φίλη μου η Μαρίνα στο τηλέφωνο, η οποία τελευταία ακούει και στο όνομα «ο κλώνος του Μέρφυ».
«Μόνο που οι κάποιες μέρες πήραν προαγωγή για την αιωνιότητα στην δική μου περίπτωση. Εγώ πάλι νομίζω πως μου έχει κάτσει στο σβέρκο αυτή η αναθεματισμένη αντίθεση Ήλιου-Ποσειδώνα. Και το έλεγε η αγαπημένη Λίτσα πως τα λιοντάρια φοράνε ροζ γυαλιά και είναι η χαρά της εξαπάτησης».
«Η Λίτσα καλά την έχει εκεί που κάθεται και της σκάνε τα κορόιδα τα ωραία τους ευρουδάκια. Με σένα να δούμε τι θα κάνουμε. Τελευταία γυρνάει ανάποδα το μάτι σου. Σε σκιάζομαι.», έριξε το δηλητήριο της ο κλώνος του Μέρφυ.
«Και τι να κάνω εγώ δηλαδή επειδή δεν τα πας καλά με τις σκιές εσύ;» απάντησα χολωμένη εγώ.
«Η λύση βρίσκεται στο ντιβάνι του Σωκράτη. Να γίνεις ένα με τη συμπαντική ενέργεια.»
«Μαρινάκι πόσο καιρό φυλάς τα Xanax στο ντουλάπι σου; Δεν τα πετάς λέω εγώ και πεταγόμαστε μέχρι τη Σούλα τη φαρμακοποιό να πάρουμε καινούρια δόση; Θα μας τα δώσει χωρίς συνταγή. Είναι κολλητή της μάνας μου.»
«Ο Σωκράτης άσχετη και ζαβλακωμένη φιλενάς είναι ο δάσκαλος του Ρέικι. Από τότε που τον γνώρισα άλλαξε η ζωή μου από γιν σε γιανκ.»
«Ξεκίνησες κινέζικα; Μπράβο βρε. Θα μας χρειαστούν τώρα με την κρίση. Μόνο οι σχιστομάτες επιβιώνουν πια. Είναι η νέα αρεία φυλή. Μόνο ο Χίτλερ μας άφησε χρόνους.»
«Αντιπαρέρχομαι τις επαναλαμβανόμενες εκρήξεις διπολικής διαταραχής και θα προσπαθήσω να σε ξεστραβώσω. Το δικό σου πρόβλημα δεν είναι οι παπαρολογίες της αστρολογίας, τις οποίες ασπάζεσαι σαν την Κατίνα της γειτονιάς αλλά η συσσώρευση πλεονάσματος αρνητικής ενέργειας. Λοιπόν, πας στον Σωκράτη, ξαπλώνεις στο ντιβάνι, βρίσκει αυτός τα σημεία κλειδιά του σώματος σου, τα οποία είναι πλακωμένα από όλο τον αρνητισμό του σύμπαντος και της κεφάλας σου μαζί, σου διοχετεύει ζωτική ενέργεια και σου ξεμπλοκάρει και τα τσάκρας σου. Σου στέλνω σε μήνυμα το τηλέφωνο του και φεύγω σφαίρα επειδή σε δέκα λεπτάκια έχω ραντεβού μαζί του κι έχει πολύ πράμα να βγάλει από μέσα μου μετά από τα αλλεπάλληλα σοκ που μου κέρασες σήμερα. Ciao.», σφύριξε και μου έκλεισε το τηλέφωνο στη μούρη.
Μόλις συνειδητοποίησα ότι η φιλενάδα μου με πούλησε  σαν εισαγόμενο αρνί στη Βαρβάκειο αγορά με αντάλλαγμα ένα ντιβάνι που ανήκει σε κάποιο Σωκράτη. Αφού πρώτα με έβγαλε νευρωτική, σπαστικιά, κατίνα, παπαρολόγα, με πλεόνασμα αρνητικής ενέργειας. Αν είναι μετά από το ντιβάνι του Σωκράτη να καταντήσω μεταλλαγμένος κλώνος του Μέρφυ και μάλιστα σε αποσύνθεση να μου λείπει το βύσσινο. Πάω να λιώσω στην πολυθρόνα μου και να ακούσω τα ζώδια από χειρός  Λίτσας μέχρι να γίνει το μυαλό μου πουρές. Μόνο με τη σκέψη, η μέρα μου έφτιαξε. Στον αγύριστο και ακόμα πιο πέρα ο Σωκράτης.

Tuesday, January 10, 2012

Αγαπημένη μου Μπάρμπι...


Αγαπημένη μου Μπάρμπι,

Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου εκφράσω την απέχθεια μου προς το πρόσωπο σου που φωλιάζει μέσα μου από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ τον εαυτό μου. Η αλήθεια Μπάρμπι μου είναι ότι ποτέ μου δεν σε γούσταρα, έστω και αν έπαιζα μαζί σου όταν ήμουνα μικρή. Οι γονείς μου μου  είχαν μάλιστα αγοράσει και όλο τον εξοπλισμό του σπιτιού σου και ο,τιδήποτε άλλο σε αφορούσε. Όμως γλυκιά μου Μπάρμπι, μεγαλώνοντας σε έβλεπα συνεχώς και διαρκώς φάντη μπαστούνι μπροστά μου και εμπόδιζες αισθητά το οπτικό μου πεδίο. Ήσουν η συμμαθήτρια με τις ξανθιές μπούκλες και τις ερωτήσεις επιπέδου νηπιαγωγείου που εκνεύριζαν τον εκάστοτε στριμμένο καθηγητή, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω από το καλά  σμιλεμένο μπούτι σου που επιτηδευμένα άφηνες να φανεί μέσα από τη φούστα σου. Ήσουν η χαζομπίμπο γκόμενα με τα ενθέματα σιλικόνης στο στήθος και τους γλουτούς που μόστραραν φάτσα κάρτα τα δήθεν life style περιοδικά (ή ακριβολογώντας τα τσόντοπεριοδικά) και η τύπισα που πάντα έπαιρνε ό,τι ήθελε στη ζωή της όχι για την φαιά ουσία του μυαλού της αλλά για τις ξανθές τρέσσες του μαλλιού της.

Ποτέ δεν κατάλαβα η αλήθεια ποιόν ρόλο κουβαλάς σε αυτή τη ζωή και για ποιό λόγο ζεις εσύ και οι όμοιες σου εις βάρος του πλανήτη γη. Εξαιτίας σου είχα, έχω και θα εξακολουθήσω να έχω μελαχρινή χαίτη και να είμαι φανατική πολέμιος του οξυζενέ. Πίστεψε με, δεν έχω τίποτα προσωπικό μαζί σου αλλά μάλλον με όσους ασχολούνται μαζί σου και σε έχουν ανεβάσει σε ένα βάθρο στο οποίο δεν θα έπρεπε να υπάρχεις. Με ενοχλούν όλα αυτά που εσύ πρεσβεύεις. Τα θεωρώ άκρως επικίνδυνα για την δημόσια ασφάλεια. Επειδή ποτέ δεν υπήρξες έξυπνη αλλά πάντοτε υπερκαλύπτεις την κουτοπονηριά σου με μια επιτηδευμένη αφέλεια. Κι εμένα ο μπαμπάς μου Μπάρμπι μου με έχει μάθει από μικρή να φοβάμαι τους βλάκες επειδή λόγω ανυπαρξίας της φαιάς ουσίας στον εγκέφαλο τους, είναι αυτοί που θα σου κάνουν την μεγαλύτερη ζημιά. Κι εσύ ήδη έχεις κάνει την ζημιά γύρω σου Μπάρμπι μου. Υπάρχεις παντού, δεν τολμώ να κάνω ζάπινγκ και το πορσελάνινο σου χαμόγελο αστράφτει απειλητικά μπροστά μου. Το κακό είναι πως αποτελείς και πρότυπο, όχι μόνο για τις χαρωπές νοικοκυρές δυστυχώς αλλά και για τα ανυποψίαστα κοριτσάκια των οποίων η πνευματική ανάπτυξη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Και τι θα γίνει αν όλες θέλουν να σου μοιάσουν; Πώς μπορεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος να συνυπάρξει μαζί σου; Πόσο «κίτρινο» μπορούν να αντέξουν τα ματάκια του; Μου λένε Μπάρμπι μου πως αν δεν σε γουστάρω μπορώ με ένα απλό πάτημα του κουμπιού να σε αλλάξω. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Έχεις δικτυώσει τους κλώνους σου παντού κι εγώ θα πρέπει να αποδεχτώ αναγκαστικά το προιόν υποκουλτούρας που εσύ μου σερβίρεις. Όμως ευχαριστώ, δεν θα πάρω Μπάρμπι μου. Προτιμώ να την αράξω συντροφιά με ένα βιβλίο. Μην με κοιτάς απορημένη. Δεν σου βάζω δύσκολα. Για την ακρίβεια, δεν έχω καμία τέτοια απαίτηση από σένα. Μάλλον δεν θέλω απολύτως τίποτα απο εσένα. Ούτε καν να υπάρχεις. Ξέρω όμως πως τρέφω φρούδες ελπίδες γι’αυτό προτιμώ να σε χαιρετήσω εδώ. Καλό σου βράδυ, Μπάρμπι...

Wednesday, December 21, 2011

Ο Mr Perfect δεν μένει πια εδώ


Η ώρα είναι 05.02 π.μ. και εγώ αντί να βρίσκομαι παραδομένη στην αγκαλιά του Μορφέα, εξαιτίας του φοβερού jet lag, το οποίο με βασανίζει εδώ και τέσσερις μέρες, βρίσκομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Τέτοιες ώρες άλλωστε έχεις και την καλύτερη έμπνευση, καθότι βρίσκεσαι σε κατάσταση νιρβάνας χωρίς να σε καταβάλλει ο  ξέφρενος αγχωτικός ρυθμός της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας σου.
Ανοίγω τα e mail μου και το μάτι μου πηγαίνει κατευθείαν σε ένα μήνυμα απόγνωσης, το οποίο έστειλε μια φίλη πριν από λίγες μέρες κι εγώ μόλις αυτή τη στιγμή αξιώθηκα να δω.
«Είμαι χάλια. Τελικά είχες δίκαιο. Με απατάει, ούτε ξέρω με πόσες άλλες πια. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει γίνει. Τον έδιωξα και τώρα θα περάσω τις γιορτές εντελώς μόνη μου. Δεν το έχω ανακοινώσει ακόμα πουθενά. Φοβάμαι την μοναξιά, νιώθω χαμένη.»
Διαβάζω το μήνυμα της ξανά με προσοχή και στη συνέχεια φέρνω ξανά στο μυαλό μου την τελευταία συνάντηση που είχα μαζί της. Τα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα και φώναζαν από μακριά, όμως αυτή είχε κλείσει μάτια, είχε σφραγίσει αυτιά και αρνιόταν πεισματικά να αντικρύσει κατάματα την αλήθεια.
Τα σημάδια είχαν ξεκινήσει πολύ καιρό πριν όταν  αυτός περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά από τον υπολογιστή του τα βράδια και αυτή νόμιζε ότι δούλευε πυρετωδώς για εκείνο το επαγγελματικό project που δεν τελείωνε ποτέ, όταν εξαφανιζόταν ώρες ολόκληρες δήθεν πνιγμένος σε επαγγελματικά ραντεβού, όταν τα σχέδια για εκδρομές το Σαββατοκύριακο έκαναν φτερά και φάνταζαν ως πιθανά σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Τέλος, το κερασάκι στην τούρτα μπήκε όταν στη λίστα των «φίλων» του στο facebook παρέλαυναν  στρατιά εικοσάχρονα κοριτσάκια με τα μικροσκοπικά μπικίνι (στην καλύτερη των περιπτώσεων που το φορούσαν δηλαδή κι αυτό), τα οποία προέβαιναν στην επίδειξη των τελευταίων επιτευγμάτων της πλαστικής χειρουργικής, με τη συνοδεία ενός λάγνου βλέμματος και με ελληνικά που ακόμη και ο τελευταίος Πακιστανός λαθρομετανάστης στην πλατεία Ομονοίας μιλάει καλύτερα.
Όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα συνέβαιναν για μήνες, ίσως και για χρόνο αλλά αυτή βυθισμένη στη νιρβάνα της ψευδαίσθησης πίστευε πως είχε βρει το κελεπούρι Mr Perfect και προκειμένου να μην τον χάσει προτίμησε να αγνοήσει όλα τα σημάδια και να προσποιηθεί ότι είχε υποστεί σε λοβοτομή. Εκείνος από την πλευρά του βέβαια αλώνιζε ανενόχλητος και τα βράδια σερφάριζε στο διαδίκτυο σπαταλώντας ώρες «κουβεντιάζοντας» με τα αντικείμενα του πόθου του, τα οποία κάθε βράδυ άλλαζαν μορφή.
Κάθε φορά που της έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου επειδή δεν μπορούσα να την βλέπω να ζει μέσα στην άρνηση, να μαραζώνει, να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, θύμωνε και απέφευγε να μου μιλήσει για μέρες.

«Τι μπορείς να ξέρεις εσύ; Όλα ήταν εύκολα για σένα. Δεν μπορείς να με καταλάβεις», μου έλεγε και κάθε φορά αντέκρουα όλα τα επιχειρήματα της επειδή κι εγώ επανειλημμένες φορές είχα βρεθεί στη θέση του θύματος. Η διαφορά μας όμως ήταν ότι εγώ μόλις το αντιλαμβανόμουνα έφευγα αμέσως, γινόμουνα καπνός. Ήταν ακριβώς σαν την περίπτωση του να φεύγεις από ένα σπίτι και να αφήνεις την πόρτα ανοιχτή με όλα τα υπάρχοντα του μέσα. Όταν επέστρεφε ο άλλος μπορούσε να μπει μέσα στο σπίτι αλλά χωρίς εσένα μέσα και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα υπάρχοντα ήταν μέσα,αφού κάποιος άλλος είχε μπει μέσα πριν από αυτόν και τα είχε ξαφρίσει.
Η απόφαση μου ήταν πάντα οριστική και αμείλικτη επειδή είμαι της άποψης ότι νερό στο κρασί σου βάζεις μόνο στο φαγητό και αυτό μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε καμία περίπτωση δεν νερώνεις το κρασί σου σε θέματα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας. Απαγορεύεται ρητώς. Θέλει ο άλλος να κάνει τη ζωή του και τα ωραία του; Με γεια του με χαρά του αλλά μακριά από μένα. Να μην με βλέπει  και να μην με αφουγκράζεται  ούτε σε απόσταση χίλιων ναυτικών μιλίων.
Η κάθε περίπτωση όμως είναι διαφορετική. Εγώ είμαι εγώ και η φίλη μου είναι αυτή που είναι. Δύο άνθρωποι διαφορετικοί, με διαφορετικές εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις και επιρροές που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα μας, αυτό που είμαστε. Το μυστικό βρίσκεται στο να ανακαλύψουμε ποιοί πραγματικά είμαστε και τι θέλουμε πρώτα από εμάς και μετά από τους γύρω μας. Και δεν είναι εύκολο αλλά είναι αναγκαίο. Μέσα σε όλες αυτές τις εξωτερικές επιδράσεις από το περιβάλλον, τις νόρμες, τους κανόνες που αναγκαζόμαστε να υπακούσουμε, κάπου μέσα σε όλο αυτό, βρίσκεται ο πραγματικός μας εαυτός. Ο αληθινός καρπός χωρίς το περιτύλιγμα που δημιουργεί σύγχυση τόσο σε μας όσο και σις σχέσεις μας με τους άλλους. Η διαδικασία δεν είναι πάντα ομαλή και ευχάριστη. Αντιθέτως είναι δύσβατη και επώδυνη. Αλλά αναγκαία για να αναπτύξουμε τους απαραίτητους μηχανισμούς μέσω των οποίων θα σεβόμαστε πρώτα εμείς τον εαυτό μας και κατά συνέπεια οι άλλοι εμάς.

Tuesday, November 8, 2011

Το ένα δάχτυλο δείχνει εσένα και τα υπόλοιπα τρία εμένα

Οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να με εκπλήσσουν δυσάρεστα. Όσο καλά και να τους συμπεριφερθείς, όσο έμπρακτα και ανοιχτά τους εκδηλώσεις την αγάπη σου και την συμπαράσταση σου, οι περισσότεροι από αυτούς σε περιμένουν στη γωνία με το δάχτυλο στραμμένο προς το μέρος σου. Η κατηγορία ήταν, είναι και θα παραμείνει άγνωστη για σένα με τον κοινό πρακτικό και αθώο μυαλό αλλά πολύ καλά καρφωμένη και διανθισμένη με ποικίλα σενάρια επιστημονικής φαντασίας και με θεωρίες συνωμοσίας, στο δικό τους μυαλό.
Οι συνήθεις «δημόσιοι κατήγοροι» όμως αγνοούν επιδεικτικά ένα βασικό παράγοντα. Το γεγονός πως όταν χρησιμοποιείς τον δείκτη του χεριού σου για να επιρρίψεις ευθύνες σε κάποιον και να τον χλευάσεις με τον χειρότερο τρόπο στα μάτια τρίτων που ουδεμία σχέση έχουν με την μεταξύ σας διένεξη, τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα του χεριού τους υποδεικνύουν εσένα και όχι τον υποτιθέμενο αντίπαλο σου.
Το θλιβερό για αυτούς  είναι πως ίσως ποτέ δεν πρόκειται να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του κακού που πρωτίστως οι ίδιοι προκαλούν στον εαυτό τους και δευτερευόντως στο αντικείμενο του μένους και της οργής τους.
Γι’αυτό προτού γίνουμε δικαστές και αδέκαστοι κριτές του οποιουδήποτε θεωρήσουμε ότι μας έβλαψε, ας αναλογιστούμε και το μέγεθος της δικής μας ευθύνης, καθώς και τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή η πράξη μας προς τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τελικά μήπως εκείνος ο κακός και φθονερός «άλλος» είναι ο ίδιος μας ο εαυτός; Ας το ψάξουμε λίγο καλύτερα.

Sunday, May 1, 2011

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ...

Αισθάνθηκε να διαπερνούν το σώμα και το κεφάλι του πυρακτωμένες βελόνες, οι οποίες κατακρεουργούσαν κάθε πιθαμή του είναι του. Τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν λες και υπέφερε από χρόνια πάθηση Πάρκινσον. Τα αυτιά του βούιζαν και ο θόρυβος που έκαναν υπερκάλυπτε οποιοδήποτε άλλο ήχο. Η θέση του δεν ήταν σε εκείνο το σπίτι που έμοιαζε με μαυσωλείο και το βάραιναν τόσα χρόνια μοναξιάς και μελαγχολίας αλλά στο νοσοκομείο, δίπλα στο γιο του. Άραγε θα τον πίστευαν οι γιατροί ότι αυτός είναι ο πατέρας του και θα του έδιναν τις πληροφορίες που θα ζητούσε ή θα του γύριζαν επιδεικτικά την πλάτη; Τα τόσα χρόνια απομόνωσης και απομάκρυνσης από τον γιο του, ξαφνικά ένιωθε να τον βαραίνουν σαν καταραμένοι αιώνες.
Ξεκίνησε να οδηγεί μηχανικά και επιτάχυνε συνεχώς ταχύτητα λες και με αυτό τον τρόπο θα εκμηδένιζε τον χρόνο και την απόσταση που είχαν μπει ανάμεσα σε αυτόν και τον γιο του τόσα χρόνια. Ευτυχώς που η οδήγηση ειδικά μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας μπορούσε να γίνει εντελώς μηχανικά και δεν απαιτούσε αυστηρή συγκέντρωση στο τιμόνι, διαφορετικά θα ήταν ήδη νεκρός με τον ρυθμό που οδηγούσε.
Μετά από είκοσι λεπτά έφτασε επιτέλους στον προορισμό του. Ευτυχώς δεν είχε συναντήσει κανένα αστυνομικό στο δρόμο του επειδή αν τον έπιαναν να τρέχει με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα εντός κατοικημένης περιοχής, το βέβαιο ήταν ότι αντί να βρεθεί στο νοσοκομείο στο πλάι του γιου του θα βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού με την κατηγορία ότι έτρεχε με αυξημένη ταχύτητα.
Άρχισε να τρέχει σαν τρελός μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου για να βρει κάποιον να τον ενημερώσει για την κατάσταση του Μάικ. Μπήκε μέσα στην αίθουσα της εντατικής και παρά τις παροτρύνσεις του επί καθήκοντος ιατρού και της προϊσταμένης να βγει έξω επειδή απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και σε συγγενείς, εκείνος άρχισε να ωρύεται σαν θηρίο μέσα σε κλουβί.
Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τον μεταπείσουν, αποφάσισαν να παραβλέψουν για λίγο τους Νόμους και τους κανονισμούς του νοσοκομείου και να του επιτρέψουν να μείνει εκεί και να περάσει για λίγα λεπτά μέσα στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο γιος του για να τον δει.
Ο Μάικ βρισκόταν διασωληνεμένος με δεκάδες σωληνάκια μέσα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Το πρόσωπο του τυλιγμένο μέσα στους επιδέσμους δεν μπορούσε να φανεί και τα μάτια του ήταν κλειστά, βυθισμένα σε μια χειμέρια νάρκη. Ο γιος του είχε πέσει σε κώμα και ένας Θεός ήξερε πότε και αν ξυπνούσε από αυτό. Οι γιατροί του το είχαν ξεκαθαρίσει και ήλπιζαν πλέον σε ένα θαύμα.
Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την ψυχή του να πονάει και ο πόνος αυτός  ήταν τόσο οξύς και βαθύς που του έκοβε την αναπνοή. Για πρώτη φορά διαπίστωσε πως ακόμη και αυτός, η προσωποποίηση της αναλγησίας και της αναισθησίας, όπως συνήθιζε να λέει η μακαρίτισσα η γυναίκα του, είχε τελικά ψυχή. Μια ψυχή, η οποία από τον πόνο μάτωνε και αιμορραγούσε. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται το ενδεχόμενο ότι ο γιος του μπορεί να πέθαινε και να μην κατάφερνε να επιβιώσει. Είχε αφήσει τόσα χρόνια να κυλήσουν στα χαμένα, μακριά από την ίδια του την οικογένεια. Και όλα αυτά γιατί; Για μια καταραμένη αλαζονεία και ένα ψεύτικο και άκρως καταστροφικό εγωισμό. Άξιζαν όλα αυτά την διάλυση της οικογένειας του και το τίμημα της μοναξιάς του; Τι κατάλαβε στην τελική; Είχε καταντήσει ένας ιδιότροπος γερο παράξενος, ο οποίος επειδή είχε καταλήξει εντελώς μόνος του, είχε βρει ως πρόχειρα εξιλαστήρια θύματα τους δύσμοιρους φοιτητές του όπως την Ευγενία Μαρνέρου που της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη τόσο καιρό. Ο φόβος στα μάτια τους και η τυφλή υπακοή τους στην εξουσία τους, εξύψωναν το πληγωμένο του εγώ και ξυπνούσαν μέσα του την διαστροφή της ηδονικής ευχαρίστησης με τον πόνο ανθρώπων κοινωνικά και πνευματικά κατώτερων από τον ίδιο.
Όμως η ζωή πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια και ξέρει να τιμωρεί εκείνους που νομίζουν ότι την έχουν υποτάξει. Τώρα αυτός ο ισχυρός, αλαζόνας και αδέκαστος Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών είχε καταντήσει ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Τελικά τι είναι ένας άνθρωπος ως ατομική και ξεχωριστή μονάδα, χωρίς την οικογενειακή θαλπωρή, την αγάπη και την συμπαράσταση  των ατόμων που τον περιβάλλουν; Ένα τεράστιο μηδενικό σε σχήμα κύκλου. Αυτό ήταν. Τι κρίμα να το συνειδητοποιήσει τώρα στη δύση της ζωής του, στα εξηνταπέντε του χρόνια. Πόσες νύχτες παγωμένης μοναξιάς και εφιαλτικών σκέψεων θα είχε γλιτώσει.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Φτάνει που βγήκες από το λήθαργο έστω και τώρα. Κοίτα γύρω σου να δεις ότι ακόμη δεν έχουν χαθεί όλα», του φώναξε μια φωνή από τα βάθη της συνείδησης του.
Όντως δεν είχαν χαθεί όλα. Ο γιος του ήταν ακόμα ζωντανός, κλινήρης στην εντατική αλλά η καρδιά του χτυπούσε. Ακανόνιστα, χωρίς ρυθμό αλλά πάντως  χτυπούσε.