Sunday, May 1, 2011

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ...

Αισθάνθηκε να διαπερνούν το σώμα και το κεφάλι του πυρακτωμένες βελόνες, οι οποίες κατακρεουργούσαν κάθε πιθαμή του είναι του. Τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν λες και υπέφερε από χρόνια πάθηση Πάρκινσον. Τα αυτιά του βούιζαν και ο θόρυβος που έκαναν υπερκάλυπτε οποιοδήποτε άλλο ήχο. Η θέση του δεν ήταν σε εκείνο το σπίτι που έμοιαζε με μαυσωλείο και το βάραιναν τόσα χρόνια μοναξιάς και μελαγχολίας αλλά στο νοσοκομείο, δίπλα στο γιο του. Άραγε θα τον πίστευαν οι γιατροί ότι αυτός είναι ο πατέρας του και θα του έδιναν τις πληροφορίες που θα ζητούσε ή θα του γύριζαν επιδεικτικά την πλάτη; Τα τόσα χρόνια απομόνωσης και απομάκρυνσης από τον γιο του, ξαφνικά ένιωθε να τον βαραίνουν σαν καταραμένοι αιώνες.
Ξεκίνησε να οδηγεί μηχανικά και επιτάχυνε συνεχώς ταχύτητα λες και με αυτό τον τρόπο θα εκμηδένιζε τον χρόνο και την απόσταση που είχαν μπει ανάμεσα σε αυτόν και τον γιο του τόσα χρόνια. Ευτυχώς που η οδήγηση ειδικά μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας μπορούσε να γίνει εντελώς μηχανικά και δεν απαιτούσε αυστηρή συγκέντρωση στο τιμόνι, διαφορετικά θα ήταν ήδη νεκρός με τον ρυθμό που οδηγούσε.
Μετά από είκοσι λεπτά έφτασε επιτέλους στον προορισμό του. Ευτυχώς δεν είχε συναντήσει κανένα αστυνομικό στο δρόμο του επειδή αν τον έπιαναν να τρέχει με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα εντός κατοικημένης περιοχής, το βέβαιο ήταν ότι αντί να βρεθεί στο νοσοκομείο στο πλάι του γιου του θα βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού με την κατηγορία ότι έτρεχε με αυξημένη ταχύτητα.
Άρχισε να τρέχει σαν τρελός μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου για να βρει κάποιον να τον ενημερώσει για την κατάσταση του Μάικ. Μπήκε μέσα στην αίθουσα της εντατικής και παρά τις παροτρύνσεις του επί καθήκοντος ιατρού και της προϊσταμένης να βγει έξω επειδή απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και σε συγγενείς, εκείνος άρχισε να ωρύεται σαν θηρίο μέσα σε κλουβί.
Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τον μεταπείσουν, αποφάσισαν να παραβλέψουν για λίγο τους Νόμους και τους κανονισμούς του νοσοκομείου και να του επιτρέψουν να μείνει εκεί και να περάσει για λίγα λεπτά μέσα στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο γιος του για να τον δει.
Ο Μάικ βρισκόταν διασωληνεμένος με δεκάδες σωληνάκια μέσα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Το πρόσωπο του τυλιγμένο μέσα στους επιδέσμους δεν μπορούσε να φανεί και τα μάτια του ήταν κλειστά, βυθισμένα σε μια χειμέρια νάρκη. Ο γιος του είχε πέσει σε κώμα και ένας Θεός ήξερε πότε και αν ξυπνούσε από αυτό. Οι γιατροί του το είχαν ξεκαθαρίσει και ήλπιζαν πλέον σε ένα θαύμα.
Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την ψυχή του να πονάει και ο πόνος αυτός  ήταν τόσο οξύς και βαθύς που του έκοβε την αναπνοή. Για πρώτη φορά διαπίστωσε πως ακόμη και αυτός, η προσωποποίηση της αναλγησίας και της αναισθησίας, όπως συνήθιζε να λέει η μακαρίτισσα η γυναίκα του, είχε τελικά ψυχή. Μια ψυχή, η οποία από τον πόνο μάτωνε και αιμορραγούσε. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται το ενδεχόμενο ότι ο γιος του μπορεί να πέθαινε και να μην κατάφερνε να επιβιώσει. Είχε αφήσει τόσα χρόνια να κυλήσουν στα χαμένα, μακριά από την ίδια του την οικογένεια. Και όλα αυτά γιατί; Για μια καταραμένη αλαζονεία και ένα ψεύτικο και άκρως καταστροφικό εγωισμό. Άξιζαν όλα αυτά την διάλυση της οικογένειας του και το τίμημα της μοναξιάς του; Τι κατάλαβε στην τελική; Είχε καταντήσει ένας ιδιότροπος γερο παράξενος, ο οποίος επειδή είχε καταλήξει εντελώς μόνος του, είχε βρει ως πρόχειρα εξιλαστήρια θύματα τους δύσμοιρους φοιτητές του όπως την Ευγενία Μαρνέρου που της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη τόσο καιρό. Ο φόβος στα μάτια τους και η τυφλή υπακοή τους στην εξουσία τους, εξύψωναν το πληγωμένο του εγώ και ξυπνούσαν μέσα του την διαστροφή της ηδονικής ευχαρίστησης με τον πόνο ανθρώπων κοινωνικά και πνευματικά κατώτερων από τον ίδιο.
Όμως η ζωή πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια και ξέρει να τιμωρεί εκείνους που νομίζουν ότι την έχουν υποτάξει. Τώρα αυτός ο ισχυρός, αλαζόνας και αδέκαστος Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών είχε καταντήσει ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Τελικά τι είναι ένας άνθρωπος ως ατομική και ξεχωριστή μονάδα, χωρίς την οικογενειακή θαλπωρή, την αγάπη και την συμπαράσταση  των ατόμων που τον περιβάλλουν; Ένα τεράστιο μηδενικό σε σχήμα κύκλου. Αυτό ήταν. Τι κρίμα να το συνειδητοποιήσει τώρα στη δύση της ζωής του, στα εξηνταπέντε του χρόνια. Πόσες νύχτες παγωμένης μοναξιάς και εφιαλτικών σκέψεων θα είχε γλιτώσει.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Φτάνει που βγήκες από το λήθαργο έστω και τώρα. Κοίτα γύρω σου να δεις ότι ακόμη δεν έχουν χαθεί όλα», του φώναξε μια φωνή από τα βάθη της συνείδησης του.
Όντως δεν είχαν χαθεί όλα. Ο γιος του ήταν ακόμα ζωντανός, κλινήρης στην εντατική αλλά η καρδιά του χτυπούσε. Ακανόνιστα, χωρίς ρυθμό αλλά πάντως  χτυπούσε.

No comments:

Post a Comment