Wednesday, December 21, 2011

Ο Mr Perfect δεν μένει πια εδώ


Η ώρα είναι 05.02 π.μ. και εγώ αντί να βρίσκομαι παραδομένη στην αγκαλιά του Μορφέα, εξαιτίας του φοβερού jet lag, το οποίο με βασανίζει εδώ και τέσσερις μέρες, βρίσκομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Τέτοιες ώρες άλλωστε έχεις και την καλύτερη έμπνευση, καθότι βρίσκεσαι σε κατάσταση νιρβάνας χωρίς να σε καταβάλλει ο  ξέφρενος αγχωτικός ρυθμός της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας σου.
Ανοίγω τα e mail μου και το μάτι μου πηγαίνει κατευθείαν σε ένα μήνυμα απόγνωσης, το οποίο έστειλε μια φίλη πριν από λίγες μέρες κι εγώ μόλις αυτή τη στιγμή αξιώθηκα να δω.
«Είμαι χάλια. Τελικά είχες δίκαιο. Με απατάει, ούτε ξέρω με πόσες άλλες πια. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει γίνει. Τον έδιωξα και τώρα θα περάσω τις γιορτές εντελώς μόνη μου. Δεν το έχω ανακοινώσει ακόμα πουθενά. Φοβάμαι την μοναξιά, νιώθω χαμένη.»
Διαβάζω το μήνυμα της ξανά με προσοχή και στη συνέχεια φέρνω ξανά στο μυαλό μου την τελευταία συνάντηση που είχα μαζί της. Τα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα και φώναζαν από μακριά, όμως αυτή είχε κλείσει μάτια, είχε σφραγίσει αυτιά και αρνιόταν πεισματικά να αντικρύσει κατάματα την αλήθεια.
Τα σημάδια είχαν ξεκινήσει πολύ καιρό πριν όταν  αυτός περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά από τον υπολογιστή του τα βράδια και αυτή νόμιζε ότι δούλευε πυρετωδώς για εκείνο το επαγγελματικό project που δεν τελείωνε ποτέ, όταν εξαφανιζόταν ώρες ολόκληρες δήθεν πνιγμένος σε επαγγελματικά ραντεβού, όταν τα σχέδια για εκδρομές το Σαββατοκύριακο έκαναν φτερά και φάνταζαν ως πιθανά σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Τέλος, το κερασάκι στην τούρτα μπήκε όταν στη λίστα των «φίλων» του στο facebook παρέλαυναν  στρατιά εικοσάχρονα κοριτσάκια με τα μικροσκοπικά μπικίνι (στην καλύτερη των περιπτώσεων που το φορούσαν δηλαδή κι αυτό), τα οποία προέβαιναν στην επίδειξη των τελευταίων επιτευγμάτων της πλαστικής χειρουργικής, με τη συνοδεία ενός λάγνου βλέμματος και με ελληνικά που ακόμη και ο τελευταίος Πακιστανός λαθρομετανάστης στην πλατεία Ομονοίας μιλάει καλύτερα.
Όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα συνέβαιναν για μήνες, ίσως και για χρόνο αλλά αυτή βυθισμένη στη νιρβάνα της ψευδαίσθησης πίστευε πως είχε βρει το κελεπούρι Mr Perfect και προκειμένου να μην τον χάσει προτίμησε να αγνοήσει όλα τα σημάδια και να προσποιηθεί ότι είχε υποστεί σε λοβοτομή. Εκείνος από την πλευρά του βέβαια αλώνιζε ανενόχλητος και τα βράδια σερφάριζε στο διαδίκτυο σπαταλώντας ώρες «κουβεντιάζοντας» με τα αντικείμενα του πόθου του, τα οποία κάθε βράδυ άλλαζαν μορφή.
Κάθε φορά που της έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου επειδή δεν μπορούσα να την βλέπω να ζει μέσα στην άρνηση, να μαραζώνει, να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, θύμωνε και απέφευγε να μου μιλήσει για μέρες.

«Τι μπορείς να ξέρεις εσύ; Όλα ήταν εύκολα για σένα. Δεν μπορείς να με καταλάβεις», μου έλεγε και κάθε φορά αντέκρουα όλα τα επιχειρήματα της επειδή κι εγώ επανειλημμένες φορές είχα βρεθεί στη θέση του θύματος. Η διαφορά μας όμως ήταν ότι εγώ μόλις το αντιλαμβανόμουνα έφευγα αμέσως, γινόμουνα καπνός. Ήταν ακριβώς σαν την περίπτωση του να φεύγεις από ένα σπίτι και να αφήνεις την πόρτα ανοιχτή με όλα τα υπάρχοντα του μέσα. Όταν επέστρεφε ο άλλος μπορούσε να μπει μέσα στο σπίτι αλλά χωρίς εσένα μέσα και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα υπάρχοντα ήταν μέσα,αφού κάποιος άλλος είχε μπει μέσα πριν από αυτόν και τα είχε ξαφρίσει.
Η απόφαση μου ήταν πάντα οριστική και αμείλικτη επειδή είμαι της άποψης ότι νερό στο κρασί σου βάζεις μόνο στο φαγητό και αυτό μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε καμία περίπτωση δεν νερώνεις το κρασί σου σε θέματα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας. Απαγορεύεται ρητώς. Θέλει ο άλλος να κάνει τη ζωή του και τα ωραία του; Με γεια του με χαρά του αλλά μακριά από μένα. Να μην με βλέπει  και να μην με αφουγκράζεται  ούτε σε απόσταση χίλιων ναυτικών μιλίων.
Η κάθε περίπτωση όμως είναι διαφορετική. Εγώ είμαι εγώ και η φίλη μου είναι αυτή που είναι. Δύο άνθρωποι διαφορετικοί, με διαφορετικές εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις και επιρροές που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα μας, αυτό που είμαστε. Το μυστικό βρίσκεται στο να ανακαλύψουμε ποιοί πραγματικά είμαστε και τι θέλουμε πρώτα από εμάς και μετά από τους γύρω μας. Και δεν είναι εύκολο αλλά είναι αναγκαίο. Μέσα σε όλες αυτές τις εξωτερικές επιδράσεις από το περιβάλλον, τις νόρμες, τους κανόνες που αναγκαζόμαστε να υπακούσουμε, κάπου μέσα σε όλο αυτό, βρίσκεται ο πραγματικός μας εαυτός. Ο αληθινός καρπός χωρίς το περιτύλιγμα που δημιουργεί σύγχυση τόσο σε μας όσο και σις σχέσεις μας με τους άλλους. Η διαδικασία δεν είναι πάντα ομαλή και ευχάριστη. Αντιθέτως είναι δύσβατη και επώδυνη. Αλλά αναγκαία για να αναπτύξουμε τους απαραίτητους μηχανισμούς μέσω των οποίων θα σεβόμαστε πρώτα εμείς τον εαυτό μας και κατά συνέπεια οι άλλοι εμάς.

Tuesday, November 8, 2011

Το ένα δάχτυλο δείχνει εσένα και τα υπόλοιπα τρία εμένα

Οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να με εκπλήσσουν δυσάρεστα. Όσο καλά και να τους συμπεριφερθείς, όσο έμπρακτα και ανοιχτά τους εκδηλώσεις την αγάπη σου και την συμπαράσταση σου, οι περισσότεροι από αυτούς σε περιμένουν στη γωνία με το δάχτυλο στραμμένο προς το μέρος σου. Η κατηγορία ήταν, είναι και θα παραμείνει άγνωστη για σένα με τον κοινό πρακτικό και αθώο μυαλό αλλά πολύ καλά καρφωμένη και διανθισμένη με ποικίλα σενάρια επιστημονικής φαντασίας και με θεωρίες συνωμοσίας, στο δικό τους μυαλό.
Οι συνήθεις «δημόσιοι κατήγοροι» όμως αγνοούν επιδεικτικά ένα βασικό παράγοντα. Το γεγονός πως όταν χρησιμοποιείς τον δείκτη του χεριού σου για να επιρρίψεις ευθύνες σε κάποιον και να τον χλευάσεις με τον χειρότερο τρόπο στα μάτια τρίτων που ουδεμία σχέση έχουν με την μεταξύ σας διένεξη, τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα του χεριού τους υποδεικνύουν εσένα και όχι τον υποτιθέμενο αντίπαλο σου.
Το θλιβερό για αυτούς  είναι πως ίσως ποτέ δεν πρόκειται να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του κακού που πρωτίστως οι ίδιοι προκαλούν στον εαυτό τους και δευτερευόντως στο αντικείμενο του μένους και της οργής τους.
Γι’αυτό προτού γίνουμε δικαστές και αδέκαστοι κριτές του οποιουδήποτε θεωρήσουμε ότι μας έβλαψε, ας αναλογιστούμε και το μέγεθος της δικής μας ευθύνης, καθώς και τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή η πράξη μας προς τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τελικά μήπως εκείνος ο κακός και φθονερός «άλλος» είναι ο ίδιος μας ο εαυτός; Ας το ψάξουμε λίγο καλύτερα.

Sunday, May 1, 2011

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ...

Αισθάνθηκε να διαπερνούν το σώμα και το κεφάλι του πυρακτωμένες βελόνες, οι οποίες κατακρεουργούσαν κάθε πιθαμή του είναι του. Τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν λες και υπέφερε από χρόνια πάθηση Πάρκινσον. Τα αυτιά του βούιζαν και ο θόρυβος που έκαναν υπερκάλυπτε οποιοδήποτε άλλο ήχο. Η θέση του δεν ήταν σε εκείνο το σπίτι που έμοιαζε με μαυσωλείο και το βάραιναν τόσα χρόνια μοναξιάς και μελαγχολίας αλλά στο νοσοκομείο, δίπλα στο γιο του. Άραγε θα τον πίστευαν οι γιατροί ότι αυτός είναι ο πατέρας του και θα του έδιναν τις πληροφορίες που θα ζητούσε ή θα του γύριζαν επιδεικτικά την πλάτη; Τα τόσα χρόνια απομόνωσης και απομάκρυνσης από τον γιο του, ξαφνικά ένιωθε να τον βαραίνουν σαν καταραμένοι αιώνες.
Ξεκίνησε να οδηγεί μηχανικά και επιτάχυνε συνεχώς ταχύτητα λες και με αυτό τον τρόπο θα εκμηδένιζε τον χρόνο και την απόσταση που είχαν μπει ανάμεσα σε αυτόν και τον γιο του τόσα χρόνια. Ευτυχώς που η οδήγηση ειδικά μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας μπορούσε να γίνει εντελώς μηχανικά και δεν απαιτούσε αυστηρή συγκέντρωση στο τιμόνι, διαφορετικά θα ήταν ήδη νεκρός με τον ρυθμό που οδηγούσε.
Μετά από είκοσι λεπτά έφτασε επιτέλους στον προορισμό του. Ευτυχώς δεν είχε συναντήσει κανένα αστυνομικό στο δρόμο του επειδή αν τον έπιαναν να τρέχει με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα εντός κατοικημένης περιοχής, το βέβαιο ήταν ότι αντί να βρεθεί στο νοσοκομείο στο πλάι του γιου του θα βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού με την κατηγορία ότι έτρεχε με αυξημένη ταχύτητα.
Άρχισε να τρέχει σαν τρελός μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου για να βρει κάποιον να τον ενημερώσει για την κατάσταση του Μάικ. Μπήκε μέσα στην αίθουσα της εντατικής και παρά τις παροτρύνσεις του επί καθήκοντος ιατρού και της προϊσταμένης να βγει έξω επειδή απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και σε συγγενείς, εκείνος άρχισε να ωρύεται σαν θηρίο μέσα σε κλουβί.
Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τον μεταπείσουν, αποφάσισαν να παραβλέψουν για λίγο τους Νόμους και τους κανονισμούς του νοσοκομείου και να του επιτρέψουν να μείνει εκεί και να περάσει για λίγα λεπτά μέσα στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο γιος του για να τον δει.
Ο Μάικ βρισκόταν διασωληνεμένος με δεκάδες σωληνάκια μέσα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Το πρόσωπο του τυλιγμένο μέσα στους επιδέσμους δεν μπορούσε να φανεί και τα μάτια του ήταν κλειστά, βυθισμένα σε μια χειμέρια νάρκη. Ο γιος του είχε πέσει σε κώμα και ένας Θεός ήξερε πότε και αν ξυπνούσε από αυτό. Οι γιατροί του το είχαν ξεκαθαρίσει και ήλπιζαν πλέον σε ένα θαύμα.
Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την ψυχή του να πονάει και ο πόνος αυτός  ήταν τόσο οξύς και βαθύς που του έκοβε την αναπνοή. Για πρώτη φορά διαπίστωσε πως ακόμη και αυτός, η προσωποποίηση της αναλγησίας και της αναισθησίας, όπως συνήθιζε να λέει η μακαρίτισσα η γυναίκα του, είχε τελικά ψυχή. Μια ψυχή, η οποία από τον πόνο μάτωνε και αιμορραγούσε. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται το ενδεχόμενο ότι ο γιος του μπορεί να πέθαινε και να μην κατάφερνε να επιβιώσει. Είχε αφήσει τόσα χρόνια να κυλήσουν στα χαμένα, μακριά από την ίδια του την οικογένεια. Και όλα αυτά γιατί; Για μια καταραμένη αλαζονεία και ένα ψεύτικο και άκρως καταστροφικό εγωισμό. Άξιζαν όλα αυτά την διάλυση της οικογένειας του και το τίμημα της μοναξιάς του; Τι κατάλαβε στην τελική; Είχε καταντήσει ένας ιδιότροπος γερο παράξενος, ο οποίος επειδή είχε καταλήξει εντελώς μόνος του, είχε βρει ως πρόχειρα εξιλαστήρια θύματα τους δύσμοιρους φοιτητές του όπως την Ευγενία Μαρνέρου που της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη τόσο καιρό. Ο φόβος στα μάτια τους και η τυφλή υπακοή τους στην εξουσία τους, εξύψωναν το πληγωμένο του εγώ και ξυπνούσαν μέσα του την διαστροφή της ηδονικής ευχαρίστησης με τον πόνο ανθρώπων κοινωνικά και πνευματικά κατώτερων από τον ίδιο.
Όμως η ζωή πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια και ξέρει να τιμωρεί εκείνους που νομίζουν ότι την έχουν υποτάξει. Τώρα αυτός ο ισχυρός, αλαζόνας και αδέκαστος Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών είχε καταντήσει ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Τελικά τι είναι ένας άνθρωπος ως ατομική και ξεχωριστή μονάδα, χωρίς την οικογενειακή θαλπωρή, την αγάπη και την συμπαράσταση  των ατόμων που τον περιβάλλουν; Ένα τεράστιο μηδενικό σε σχήμα κύκλου. Αυτό ήταν. Τι κρίμα να το συνειδητοποιήσει τώρα στη δύση της ζωής του, στα εξηνταπέντε του χρόνια. Πόσες νύχτες παγωμένης μοναξιάς και εφιαλτικών σκέψεων θα είχε γλιτώσει.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Φτάνει που βγήκες από το λήθαργο έστω και τώρα. Κοίτα γύρω σου να δεις ότι ακόμη δεν έχουν χαθεί όλα», του φώναξε μια φωνή από τα βάθη της συνείδησης του.
Όντως δεν είχαν χαθεί όλα. Ο γιος του ήταν ακόμα ζωντανός, κλινήρης στην εντατική αλλά η καρδιά του χτυπούσε. Ακανόνιστα, χωρίς ρυθμό αλλά πάντως  χτυπούσε.

Sunday, March 20, 2011

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ...Enjoy..

«Για σένα ίσως να ήταν απλώς μια σαρκική επαφή αλλά για μένα αυτό που είχαμε, όπως και να το ονομάζεις αυτό, σήμαινε πάρα πολλά για μένα. Το γεγονός ότι δεν σου έδειχνα τα συναισθήματα που είχα για σένα ήταν απλώς η άμυνα μου σε συνδυασμό με τη γυναικεία μου περηφάνια που δεν μου επέτρεπε να πέσω στα μάτια σου. Ποτέ μου δεν σε παρακάλεσα, δεν έκλαψα μπροστά σου, δεν σε κυνήγησα επειδή δεν μου το επέτρεπε ο εγωισμός μου. Όταν όμως η σύντομη σχέση μας τελείωσε, μέσα μου διαλύθηκα σε μικρά κομμάτια τα οποία στη συνέχεια μάζεψα και συναρμολόγησα επειδή δεν άντεχα να βλέπω τον οίκτο μέσα στα μάτια σου. Από την αρχή ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί σου και εξακολουθώ να είμαι με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα. Όταν εσύ ερωτοτροπούσες με την κάθε τυχαία, τα μοντέλα που είχαμε στο πρακτορείο, την κάθε σταρλετίτσα που ευελπιστούσε να γίνει ηθοποιός, μοντέλο ή τραγουδίστρια και κάποιες από όλες αυτές τις επώνυμες που φιγουράρουν μέρα νύχτα στα περιοδικά και στις life style εκπομπές της τηλεόρασης χωρίς να έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, εγώ ζούσα ένα καθημερινό θάνατο που με σκότωνε αργά και βασανιστικά. Όμως σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να σου δείξω ότι με πείραζε και γι’αυτό και καθημερινά φορούσα τη μάσκα της ψυχρής, αγέλαστης και αδέκαστης επαγγελματία που το μόνο πράγμα που την ένοιαζε ήταν το χρήμα και η δόξα. Αγνοούσες το γεγονός πως εγώ κάθε βράδυ μετά τη δουλειά κλειδαμπαρωνόμουν σε αυτό το σπίτι και σπάραζα στο κλάμα για το παιδί που έχασα, τη μοναξιά μου και τη δυστυχία μου. Η ζωή μπορεί να μου έδωσε απλόχερα φήμη και λεφτά αλλά μου στέρησε την ευτυχία στα απλά και καθημερινά πράγματα που είχα χαρεί μόνο όσο ήμουν παιδί. Όλοι δικαιούμαστε μια δεύτερη ευκαιρία στην ευτυχία αλλά εγώ δεν την είχα ποτέ και δεν ξέρω τι φταίει για αυτό.»
Όταν σταμάτησε να μιλάει, ο Μάικ που τόση ώρα την άκουγε να μιλάει σκεφτικός χωρίς να τη διακόψει ούτε μια στιγμή, ξαναγέμισε το ποτήρι του με ένα διπλό ουίσκυ.
«Μαρλέν στεναχωριέμαι πάρα πολύ που σε ακούω να μιλάς έτσι. Πραγματικά πέφτω από τα σύννεφα επειδή δεν είχα ιδέα για τα αισθήματα που είχες για μένα τόσο καιρό. Δεν έτυχε ποτέ να μου μιλήσεις και νιώθω ότι πρέπει να απολογηθώ για κάτι που αγνοούσα ότι υπήρχε. Με φέρνεις σε πολύ δύσκολη θέση.», της είπε κοιτώντας την σαν χαμένος.
«Σε φέρνω σε δύσκολη θέση ε; Τότε μάλλον θα πρέπει να παρακάμψω την επόμενη μου ερώτηση επειδή ήδη γνωρίζω την απάντηση.», του είπε με ένα ειρωνικό μειδίαμα.
«Μην το παίρνεις στραβά Μαρλέν. Δεν το εννοούσα με τον τρόπο που το εξέλαβες εσύ.», απάντησε στεναχωρημένος.
«Μια χαρά το εξέλαβα Μάικ, μην ανησυχείς. Με ευγενικό τρόπο θέλεις να μου πεις πως δεν είσαι διαθέσιμος. Εδώ και καιρό έχω καταλάβει πως κάτι σου συμβαίνει. Είσαι αφηρημένος, πολύ σκεφτικός και δεν ασχολείσαι τόσο πολύ με τη δουλειά όπως παλιά. Ποια είναι Μάικ; Πες μου.»
«Τι εννοείς; Μαρλέν είσαι κουρασμένη, είχες μια πολύ δύσκολη μέρα και πρέπει να πας να ξαπλώσεις. Δεν ξέρεις τι λες.», της είπε σε έντονο ύφος.
«Εγώ ξέρω πολύ καλά τι λέω, εσύ μάλλον πας να με βγάλεις τρελή. Με την Ευγενία είσαι ερωτευμένος έτσι δεν είναι; Το έχω καταλάβει εδώ και καιρό από τον τρόπο που την κοιτάς και της συμπεριφέρεσαι αλλά βεβαιώθηκα απόψε από την σκηνή που έκανες στον Παπαδόπουλο όταν της πρότεινε συνεργασία. Όταν σου μίλησα στο τηλέφωνο, από την αντίδραση σου διαπίστωσα ότι είσαι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Φάνηκε μάλιστα όταν εκμεταλλεύτηκες την αδιαθεσία μου και της πρότεινες να σε συνοδεύσει εκείνη στην εκδήλωση. Πρόσεξε Μάικ, πρόσεξε. Η Ευγενία δεν κάνει για σένα, είναι από άλλη πάστα. Είναι πολύ φιλόδοξη, πολύ καθωσπρέπει και από άλλο κόσμο, ήρεμο και ονειροπόλο. Εσύ όπως κι εγώ κουβαλάς στην πλάτη σου ένα φορτίο εμπειριών που σε βαραίνει σαν υψηλότοκο δάνειο χωρίς περιθώρια αποληρωμής. Είστε δυο δρόμοι παράλληλοι οι οποίοι δεν συγκλίνουν πουθενά. Άκουσε με. Μια ενδεχόμενη σχέση μεταξύ σας μόνο προβλήματα θα μπορούσε να προκαλέσει και δεν το λέω επειδή εγώ τρέφω αισθήματα για σένα χωρίς καμία ανταπόκριση αλλά επειδή πραγματικά το πιστεύω.»
«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να επεμβαίνεις στην προσωπική μου ζωή και με αυτό το εκνευριστικό δασκαλίστικο ύφος να μου λες τι θα κάνω. Το τι θα κάνω με την Ευγενία είναι δικός μου λογαριασμός και δεν σε αφορά. Όλα κι όλα Μαρλέν αλλά τα πάντα έχουν όρια. Δεν ήθελα να στο πω για να μην γίνει αυτό που έγινε μόλις τώρα αλλά αφού το κατάλαβες από μόνη σου, εγώ δεν έχω πλέον κανένα λόγο να στο κρύψω.», έκανε ο Μάικ θυμωμένα.
«Τελικά τόσο πολύ σε μάγεψε με την ομορφιά και τα καμώματα της Μάικ που δεν βλέπεις μπροστά σου από έρωτα; Ποτέ δεν το περίμενα από σένα ότι θα ήταν δυνατόν να σε σέρνει μια γυναίκα από τη μύτη. Με έχεις απογοητεύσει τόσο πολύ.», του είπε κουνώντας το κεφάλι της με μια έκφραση απογοήτευσης.
«Ο,τιδήποτε και να συμβαίνει μεταξύ εμένα και της Ευγενίας, είμαστε ενήλικες, ελεύθεροι και προπαντός υπεύθυνοι να αναλάβουμε τις ευθύνες των πράξεων μας. Τώρα, σε περίπτωση που ανησυχείς για τη δουλειά, σε πληροφορώ ότι έπρεπε να έχεις συνειδητοποιήσει μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας ότι πάνω από όλα είμαι επαγγελματίας και ποτέ δεν μπερδεύω τα επαγγελματικά με τα προσωπικά. Άλλωστε εσύ το γνωρίζεις καλά αυτό και δεν θα έπρεπε καν να κάνεις οποιαδήποτε αναφορά  γι’αυτό το θέμα.», της είπε ειρωνικά.
«Ξεχνάς μια βασική ειδοποιό διαφορά αγαπητέ μου. Εγώ ήξερα από την αρχή ποιος είσαι και παρόλα αυτά σου άνοιξα διάπλατα τον δρόμο για την δουλειά και την αγκαλιά μου. Η μικρή όμως Μάικ αγνοεί εντελώς το παρελθόν σου. Ποια νομίζεις θα είναι η αντίδραση της όταν το μάθει; Θα το βάλει στα πόδια σαν λαγός επειδή είναι μικρή και άβγαλτη. Και δεν θα φύγει μόνο από σένα αλλά και από το πρακτορείο μου. Στο σημείο αυτό είναι λοιπόν γλυκέ μου που επεμβαίνω εγώ σαν από μηχανής θεός επειδή θίγονται άμεσα τα συμφέροντα μου ως επιχειρηματίας που δεν θέλει να δει τους κόπους της να καταστρέφονται.»
«Μαρλέν είσαι πολύ φτηνή αλλά δεν πρόκειται να συνεχίσω αυτή την ηλίθια συζήτηση μαζί σου. Σέβομαι την κατάσταση σου η οποία είναι αξιοθρήνητη. Φεύγω από εδώ μέσα. Για τον Δικηγόρο και τον Τεό μην ανησυχείς. Θα τους ειδοποιήσω εγώ. Καλό βράδυ.», της είπε φεύγοντας και κλείνοντας νευριασμένος την εξώπορτα του σπιτιού της.
Η Μαρλέν απέμεινε μόνη με ένα μισογεμάτο ποτήρι στο χέρι να κοιτάει σαν χαμένη την κλειστή δρύινη πόρτα. Άρχισε να κλαίει γοερά και απελπισμένη εκσφενδόνισε το ποτήρι πάνω της και το έσπασε σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Πέρασε όλο το βράδυ της κουλουριασμένη σε μια γωνιά παραμένοντας ακίνητη στην ίδια ακριβώς θέση. Σε αυτή τη στάση την βρήκε πολύ νωρίς το πρωί η οικιακή βοηθός που είχε πάει για να καθαρίσει το σπίτι.
Η γυναίκα τρομαγμένη μήπως και είχε συμβεί κανένα κακό στην αφεντικίνα της, έσπευσε να καλέσει ασθενοφόρο αλλά την σταμάτησε η βραχνή φωνή της Μαρλέν που έβγαινε με δυσκολία από το στόμα της και την παρακαλούσε να της φέρει ένα ποτήρι νερό.
Όσα χρόνια δούλευε κοντά της και ήταν πολλά, πλησίαζαν ήδη τα δέκα, δεν την είχε δει ποτέ της σε αυτή την άθλια κατάσταση. Αντιθέτως, ήταν πάντοτε κομψή και περιποιημένη, ντυμένη στην τρίχα και πολύ απρόσιτη. Ευγενική μεν αλλά απροσπέλαστη. Κρατούσε τις δέουσες αποστάσεις και ήταν ζήτημα αν όλο αυτό το διάστημα που εργαζόταν κοντά της, της είχε πει συνολικά δέκα φράσεις. Αυτήν δεν την ενοχλούσε καθόλου βέβαια, αφού τόσα χρόνια που ξενοδούλευε σε σπίτια δεν είχε συνηθίσει σε διαφορετική συμπεριφορά αλλά με την Μαρλέν συνέβαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αποστασιοποιημένη στάση της δεν υποδήλωνε κάποιο είδος σνομπισμού ή αλαζονικής συμπεριφοράς αλλά της έδινε την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή προσπαθούσε για κάποιο λόγο να μην συνδεθεί συναισθηματικά με κάποιον άλλο άνθρωπο και να παραμείνει οχυρωμένη στο γυάλινο κλουβί της μοναξιάς της.